Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

τὰ γυμνά

См. также в других словарях:

  • γυμνά — γυμνάς naked fem voc sg γυμνός naked neut nom/voc/acc pl γυμνά̱ , γυμνός naked fem nom/voc/acc dual γυμνά̱ , γυμνός naked fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνά — επίρρ. βλ. γυμνός …   Dictionary of Greek

  • γυμνᾶ — γυμνάζω train naked fut ind act 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάσας — γυμνά̱σᾱς , γυμνάζω train naked fut part act fem acc pl (doric) γυμνά̱σᾱς , γυμνάζω train naked fut part act fem gen sg (doric) γυμνάσᾱς , γυμνάζω train naked aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνᾶς — γυμνᾶ̱ς , γυμνάζω train naked fut ind act 2nd sg (doric) γυμνός naked fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάν — γυμνά̱ν , γυμνός naked fem acc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάσαι — γυμνά̱σᾱͅ , γυμνάζω train naked fut part act fem dat sg (doric) γυμνάζω train naked aor inf act γυμνάσαῑ , γυμνάζω train naked aor opt act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γυμνάσαις — γυμνά̱σαις , γυμνάζω train naked fut part act fem dat pl (doric) γυμνάζω train naked aor part act masc nom/voc sg (doric aeolic) γυμνάζω train naked aor opt act 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… …   Dictionary of Greek

  • γυμνός — ή, ό (AM γυμνός, ή, όν) 1. αυτός που δεν φοράει τίποτε 2. εκείνος που δεν φοράει όλα τα απαραίτητα ενδύματα, μισοντυμένος 3. εκείνος που φοράει κουρέλια, ο ρακένδυτος 4. στερημένος από κάτι 5. αβοήθητος 6. απαλλαγμένος από κάτι 7. (για τόπους)… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»